Καρινός

Καρινός
Καρινός (Α)
(ενν. μην) μήνας τού βυζαντινού ημερολογίου, αντίστοιχος με τον Νοέμβριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάρινος — η, ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, καρυδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καρύινος*] …   Dictionary of Greek

  • Καρίνος, Μάρκος Αυρήλιος — (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (283 285). Μαζί με τον αδελφό του Νουμέριο διαδέχθηκε τον πατέρα του Κάρο. Ήταν βίαιος χαρακτήρας και ζούσε έκλυτη ζωή, αλλά διέθετε στρατιωτικές ικανότητες. Νίκησε τους Αλαμανούς και τον Ιουλιανό Β’, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Καρινόν — Καρινός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”